-
1 ἶσόθεος
ἶσό-θεος ( ϝῖσος): equal to the gods, godlike; always ἶσόθεος φῶς. (Il., and of Telemachus, Od. 1.324, Od. 20.124.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἶσόθεος
-
2 ἰσόθεος
ἰσό-θεος, ον,A equal to the gods, godlike, of heroes,ἰ. φώς Il.2.565
, Od.1.324, A. Pers.80 (lyr.); Δαρεῖος ib. 857 (lyr.); οἱ ἰ. S.Ant. 837 (anap.); [full] γένος E.IA 626, cf. Pl.Phdr. 255a, Isoc.2.5, etc.;ἰητρὸς φιλόσοφος ἰ. Hp. Decent.5
: Com.,νομίσαι τ' ἰσόθεον τὴν ἔγχελυν Antiph.147.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόθεος
См. также в других словарях:
ισόθεος — η, ο (ΑΜ ἰσόθεος, ον) ίσος με θεό (α. «ισόθεος βασιλιάς» β. «ἰσόθεος φώς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές») αρχ. 1. ίσος με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («ἰσόθεος τυραννίς», Ευρ.) 2. (για φάρμακα) αποτελεσματικό … Dictionary of Greek
εποίχομαι — ἐποίχομαι (Α) 1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.) 3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν… … Dictionary of Greek